- πικρίαν
- πικρίᾱν , πικρίαbitternessfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικρία — η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ) μσν. αρχ. αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ β. «τὴν… … Dictionary of Greek
συναναστροφή — η, ΝΜΑ [συναναστρέφομαι] 1. το να συναναστρέφεται, να επικοινωνεί κανείς φιλικά με άλλους, επικοινωνία, συγχρωτισμός, συντροφιά (α. «οι συναναστροφές της δεν ήταν καλές» β. «οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφὴ αὐτῆς οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς» … Dictionary of Greek
ωμότητα — η / ὠμότης, ητος, ΝΜΑ [ὠμός] 1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ωμού 2. μτφ. αγριότητα, σκληρότητα, απανθρωπιά (α. «φέρθηκε με ωμότητα» β. «τοσαύτην...ὠμότητα καὶ πικρίαν ἀπεδείξατο» Πλούτ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη («οι ωμότητες τού… … Dictionary of Greek